Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίσθμα — ἴσθμα, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄσθμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἄσθμα* και ἰσθμός*] … Dictionary of Greek
ίσμα — (I) ἵσμα, τὸ (Α) [ίζω] θεμέλιο, ίδρυμα, κτίσμα. (II) ἴσμα, τὸ (Α) βλ.ἴσθμα … Dictionary of Greek